αιχμήεις

αιχμήεις
αἰχμήεις, -εσσα, -ῆεν (Α) (και δωρ. -άεις, -άεσσα, -ᾱεν [αἰχμή]
1. ο οπλισμένος με δόρυ
2. αιχμηρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰχμήεντα — αἰχμήεις armed with the spear neut nom/voc/acc pl αἰχμήεις armed with the spear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αιχμάεις — αἰχμάεις, αἰχματάς (Α) δωρικοί τύποι αντί αἰχμήεις* αἰχμητής* …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”